- πλοκέας
- ο / πλοκεύς, -έως, ΝΑνεοελλ.ζωολ. γένος μικρόσωμων στρουθιόμορφων εντομοφάγων πτηνών τής οικογένειας τών πλοκεϊδών, που μοιάζουν με σπίνους και χαρακτηρίζονται για την κυπελλόμορφη σαν φλασκί φωλιά τους η οποία είναι πλεγμένη με κλαδιά και άλλα φυτικά υλικά και κρέμεται από τα δένδρα με το στόμιό της προς τα κάτωαρχ.αυτός που πλέκει, ο ικανός στο πλέξιμο, ο πλέχτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλόκος + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππ-εύς, κλοπ-εύς). Η λ. ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. ploceus].
Dictionary of Greek. 2013.